- ξηραίνω
- και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) [ξηρός]καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνωνεοελλ.1. αναισθητοποιώ2. σκοτώνω3. μέσ. ξεραίνομαια) πεθαίνωβ) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιάii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος4. φρ. α) «ξηραινόμενα έλαια» — υλικά τα οποία κατά την εφαρμογή τους υπό μορφή λεπτών επικαλύψεων πάνω στην επιφάνεια άλλων σωμάτων μεταπίπτουν αναντίστροφα από την υγρά στη στερεά κατάστασηβ) «ξεραίνομαι στα γέλια» — γελώ υπερβολικάαρχ.1. κάνω κάποιον δυσκοίλιο («ξηραίνω τὴν κοιλίην», Ιπποκρ.)2. μτφ. υποβάλλω κάποιον σε κόπους και σωματικά βασανιστήρια, ταλαιπωρώ3. παθ. μένω παράλυτος.
Dictionary of Greek. 2013.